περιστατικός

περιστατικός
περιστατικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιστατικός — ή, ό / περιστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίστασις] το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν) α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές… …   Dictionary of Greek

  • περιστατικά — περιστατικός of neut nom/voc/acc pl περιστατικά̱ , περιστατικός of fem nom/voc/acc dual περιστατικά̱ , περιστατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικῶν — περιστατικός of fem gen pl περιστατικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικόν — περιστατικός of masc acc sg περιστατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικαῖς — περιστατικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικαί — περιστατικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικοῖς — περιστατικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικοῦ — περιστατικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικούς — περιστατικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικῆς — περιστατικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”